- χὤπως
- ὅπως , ὅπωςasindeclform (conj)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χώπως — Α κράση αντί καὶ ὅπως … Dictionary of Greek
χὥπως — ὅπως , ὅπως as indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαμπρεύω — ἐξαμπρεύω (Α) [έξαμπρον] σέρνω έξω, τραβώ («χὤπως ποτ ἐξαμπρεύσομεν τοῡτ ἄνευ κανθηλίου» και πώς θα τό τραβήξουμε αυτό χωρίς υποζύγιο, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek